«Είναι απαραίτητο στην παρέα μας να υπάρχει και ένας Γάλλος» έλεγε ο Ντίρενματ, εννοώντας ότι πρέπει να έχουμε και κάποιον να πειράζουμε... Αυτό δεν ισχύει για τον Γάλλο που είναι καλεσμένος του περιοδικού «Βαβέλ» στο τρίτο φεστιβάλ κόμικς στην Αθήνα και φιλοξενούμενος δικός μας σε αυτή την κυριακάτικη παρέα που περιλαμβάνει έξι από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς κόμικς στον κόσμο. Ο κ. Loustal είναι τα τελευταία χρόνια ο πιο δημοφιλής σχεδιαστής κόμικς στη Γαλλία αλλά και στην Ευρώπη. Τα τρυφερά εικαστικά κόμικς του κυριαρχούν στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Ο ίδιος δεν περιορίζεται μόνο στα κόμικς... Εχει δοκιμάσει την τύχη του στον απαιτητικό χώρο της ζωγραφικής και στη διαφήμιση. Από κοντά ο Loustal θυμίζει τους ήρωές του. Τον συναντήσαμε στην πισίνα του ξενοδοχείου «Holiday Inn» της Αθήνας. Κρατούσε στο χέρι του ένα μυθιστόρημα του Τουρνιέ, έπινε Κόκα-Κόλα και συνεχώς όσο διαρκούσε η κουβέντα μας με τα δυο του χέρια μάζευε τα μακριά του μαλλιά πίσω από τα αφτιά του. Η συζήτησή μας κράτησε μία ώρα.
Τι είναι αυτό που κάνει μια ιστορία ενδιαφέρουσα;
«Νομίζω οι ήρωες. Το πιο σημαντικό κομμάτι σε μια ιστορία είναι οι πρωταγωνιστές της. Για παράδειγμα, στην τελευταία ιστορία που ετοιμάζουμε τώρα με τον Τζερόμ Τσαρίν με τον οποίο ήδη έχουμε κάνει μαζί ένα βιβλίο συνέβη το εξής: μια ημέρα μου έδωσε να διαβάσω ένα πρόχειρο κειμενάκι. Εγώ δεν ήξερα αν ήθελα να ξαναδουλέψω μαζί του. Με το που ξεκίνησα όμως να το διαβάζω, δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου ήταν συναρπαστικό. Θέλω να πω ότι αυτή η αίσθηση που σου δημιουργείται από την αρχή είναι ένα πρώτο σημάδι. Το πρόβλημα τη στιγμή που ψάχνω να βρω το σενάριο είναι ότι δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω γιατί, αν ήξερα, θα το έγραφα μόνος μου».
Τι είναι αυτό το οποίο έρχεται να προσθέσει η εικόνα σε μια ιστορία που έχει ήδη γραφθεί;
«Η ιστορία ξεκινάει από μια ιδέα που κάθεσαι και την αναπτύσσεις μέσα σε μερικές σελίδες. Το κόμικ είναι απλώς ένας τρόπος με τον οποίο επιλέγεις να την αφηγηθείς σε κάποιους ανθρώπους και να τη μοιρασθείς μαζί τους. Ενας άλλος δημιουργός θα μπορούσε να έχει επιλέξει, ας πούμε, τον κινηματογράφο ή το μυθιστόρημα για να πει την ιστορία με τον δικό του τρόπο. Αυτό είναι όλο: ένα μέσο μεταξύ άλλων».
Εχετε νιώσει ποτέ την ανάγκη να «πείτε» ξανά μέσω των κινουμένων σχεδίων μια ιστορία η οποία έχει ήδη ειπωθεί ολοκληρωμένα με ένα άλλο μέσο έκφρασης, η οποία έχει γίνει, π.χ., ταινία ή μυθιστόρημα;
«Αυτό που λέτε μπορεί να συμβεί περισσότερο στην περίπτωση του μυθιστορήματος ή γενικότερα ενός λογοτεχνικού κειμένου: να αποδοθεί, δηλαδή, μια τέτοια ιστορία μέσω κόμικς. Γιατί μπορεί, ας πούμε, ο αναγνώστης να καλυφθεί μέσω του μυθιστορήματος ενώ εγώ προτιμώ μια βερσιόν ιδωμένη μέσα από τη λογική των εικόνων. Τώρα, αν μιλάμε για μια κινηματογραφική ταινία, εκεί τα πράγματα αλλάζουν. Επειδή είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις μια ρεαλιστική λογική στην αφήγηση, μοιραία γίνεται μια σύγκριση η οποία τονίζει τις ελλείψεις που έχει το κόμικ ως μέσο. Και το κάνει να φαίνεται ένα είδος φτωχού συγγενούς σε σχέση με τον κινηματογράφο. Λογικό δεν είναι; Τα κόμικς είναι υποπροϊόν του κινηματογράφου και μάλιστα φθηνό, οπότε πώς να έχει ενδιαφέρον για τον θεατή; Εγώ νομίζω ότι, αντίθετα, πρέπει να τονίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του μοναδικού μέσου, όπως είναι η μαγεία του σχεδίου, η σχέση ανάμεσα στον λόγο και στην εικόνα, η οπτική ανάγνωση μιας ιστορίας όλα αυτά».
Ποια είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στα κόμικς και στον κινηματογράφο από την πλευρά του θεατή;
«Θα έλεγα ότι με τα κόμικς ο θεατής αναπτύσσει μια στενή σχέση, πιο άμεση, πιο οικεία. Υπάρχει μεγαλύτερη ευρύτητα στον τρόπο έκφρασης των κόμικς, τα οποία έχουν να κάνουν κυρίως με την εικόνα. Ενώ ο κινηματογράφος τι είναι; Φωτογραφία. Εκεί το πολύ πολύ να διαφοροποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο φωτογραφίζεις ή φωτίζεις τα πρόσωπα. Οποιος και να είναι όμως αυτός ο τρόπος, στο τέλος τα πρόσωπα θα μοιάζουν πάρα πολύ με τον θεατή».
Νομίζω ότι μετά το μυθιστόρημα το κόμικ έχει ανάγκη από τη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη για να μπορέσει να συμπληρωθεί και να υπάρξει ενώ ο κινηματογράφος συνήθως είναι αυτό που βλέπουμε, δηλαδή είναι κάτι πάρα πολύ ρεαλιστικό.
«Ακριβώς. Ο θεατής ενός κινηματογραφικού έργου είναι πολύ πιο παθητικός. Εκτός αυτού, συνήθως ο κινηματογράφος επιβάλλει στον θεατή ένα συγκεκριμένο ρυθμό ανάγνωσης ή τέλος πάντων εξέλιξης της όλης ιστορίας ενώ στο κόμικ ο καθένας έχει τον δικό του ρυθμό: μπορεί να θέλει να γυρίσει πίσω, να σταθεί σε κάποια σημεία, είναι τελείως διαφορετικό».
Εσείς πώς καταλήξατε να κάνετε κόμικς;
«Κανονικά έχω σπουδάσει αρχιτέκτονας. Την εποχή που έκανα τις σπουδές μου, γύρω στη δεκαετία του '70, στη Γαλλία συνέβαιναν πάρα πολλά στον χώρο των κόμικς και για κάποιον σαν και μένα, που αγαπούσε πάρα πολύ το σχέδιο, ήταν πολύ ερεθιστικό να συμμετέχει σε όλα αυτά. Πάνω από όλα όμως πιστεύω ότι ασχολήθηκα με αυτόν τον χώρο επειδή εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να φαίνεται σιγά σιγά ότι τα κόμικς ήταν το καινούργιο λογοτεχνικό είδος το οποίο δεν απευθυνόταν πια μόνο σε παιδιά ή σε εφήβους. Ηταν σαν να είχε γίνει ξαφνικά μια έκρηξη. Αν, λοιπόν, δεν είχα ασχοληθεί τότε με όλα αυτά, μάλλον θα είχα γίνει αρχιτέκτονας ή μπορεί να έκανα εικονογραφήσεις. Ποτέ πάντως δε θα έκανα κόμικς για παιδιά. Εκείνη την εποχή είχε ξεσηκωθεί ένα κύμα το οποίο μας πήρε μαζί του και να που μας έβγαλε».
Γιατί δεν θα κάνατε ποτέ κόμικς για παιδιά;
«Για παιδιά προτιμώ να κάνω βιβλία. Γιατί στα κόμικς που κάνω εγώ περιέχονται προβληματισμοί που αφορούν κυρίως ενηλίκους. Αυτά που με ενδιαφέρει να λέω είναι πράγματα που θα μου άρεσε και μένα να τα διαβάζω. Ενώ, όταν σχεδιάζεις για παιδιά, πρέπει να είσαι συνεχώς στην τσίλια, να ξέρεις σε ποιον απευθύνεσαι, τι αρέσει στα παιδιά όλα αυτά. Οι δικές μου ιστορίες είναι ιστορίες για μεγάλους, όχι για παιδιά».
Σε τι διαφέρει το παιδί από τον ενήλικο;
«Οσον αφορά αυτό που συζητάμε, η διαφορά έχει να κάνει με τα θέματα που καλύπτεις μέσα από τη δουλειά σου. Αυτό είναι όλο. Οι δικές μου οι ιστορίες συνήθως μιλάνε για δύσκολους έρωτες, για ναρκωτικά... Στην τελευταία, ας πούμε, μιλάω πολύ για την πορνεία. Ε, αυτά είναι θέματα για τα οποία δεν μιλάει κανείς στα παιδιά, έτσι δεν είναι;». (γέλια)
Σύμφωνοι, απλώς η ερώτησή μου ήταν κάπως πιο γενική. Λέμε, ας πούμε, ότι ένας άνθρωπος «είναι πια μεγάλος». Τι σημαίνει μεγάλος;
«Ενα παιδί πρέπει να το αφήσουμε να ανακαλύψει τα πράγματα σιγά σιγά. Στη Γαλλία, όταν γίνεται λόγος για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, λέμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για παιδιά που τους έκλεψαν την παιδική τους ηλικία. Σαν να τα πέταξε, δηλαδή, κάποιος στα βαθιά, σαν να τα έσπρωξε με τη βία στον κόσμο των μεγάλων. Οι μεγάλοι έχουν συνήθως μπροστά τους ένα πανόραμα επιλογών και δυνατοτήτων στις οποίες τα παιδιά δεν έχουν πρόσβαση τουλάχιστον όχι ακόμη. Γι' αυτά οι δυνατότητες αρχίζουν να ανοίγονται σιγά σιγά. Οχι βέβαια ότι δεν υπάρχουν και παιδιά τα οποία από πολύ νωρίς συμπεριφέρονται ως μεγάλοι είναι λογικά, έχουν μια σοβαρότητα... Οπως υπάρχουν και μεγάλοι οι οποίοι παραμένουν παιδιά».
Πιστεύετε ότι, αν είχατε γίνει αρχιτέκτονας, δεν θα 'χατε αυτή την ανάγκη να διηγείστε ιστορίες;
«Μα γι' αυτό ακριβώς δεν μετανιώνω καθόλου που δεν έγινα αρχιτέκτονας, παρ' όλο που τις τελείωσα κανονικά τις σπουδές μου. Εννοώ, δεν μετανιώνω που δεν ασχολήθηκα ποτέ επαγγελματικά με την αρχιτεκτονική. Και αν την επέλεξα, είναι επειδή μ' ενδιέφερε περισσότερο το σχεδιαστικό μέρος, η εικαστική παρέμβαση δηλαδή ενός κτιρίου στο περιβάλλον, αυτό που μπορεί κανείς να δει. Κατά δεύτερο λόγο, το έκανα για οικογενειακούς λόγους, επειδή δηλαδή η οικογένειά μου ήθελε να σπουδάσω κάτι και η αρχιτεκτονική ήταν μια επιστήμη που σου άφηνε περιθώρια να εκφρασθείς και καλλιτεχνικά. Γι' αυτούς ήταν αδιανόητο μετά το λύκειο να σπουδάσω μόνο σχέδιο και ζωγραφική. Παρ' όλα αυτά, όπως σας είπα, δεν μετανιώνω γιατί σπούδασα μια επιστήμη με την οποία εύκολα μπορεί κανείς να παθιαστεί, οπότε χαλάλι τα οκτώ χρόνια. Εκτός αυτού, παράλληλα σχεδίαζα κιόλας. Τελειώνοντας τις σπουδές μου είχα ήδη δημοσιεύσει τρία άλμπουμ».
Πάντως βλέπει κανείς στις εικόνες σας και μια αρχιτεκτονική άποψη. Είναι σαν να δημιουργείτε, δηλαδή, μέσα από αυτές ένα ολόκληρο περιβάλλον.
«Ναι, καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Κατ' αρχάς υπάρχει η ακρίβεια των γραμμών και κατά δεύτερο λόγο μια οργάνωση του χώρου μέσα σε κάθε καρέ. Υπάρχει, δηλαδή, μια αναλογία από αυτή την άποψη με την αρχιτεκτονική».
Εσείς όταν λέτε «δημιουργός», τι εννοείτε;
«Σε ό,τι έχει να κάνει με τις δύο διαστάσεις π.χ., ο δημιουργός μπροστά σε ένα λευκό φύλλο χαρτί , νιώθει την ανάγκη να γεμίσει το άδειο χαρτί, να δημιουργήσει κάτι πάνω σε αυτό. Για μένα αυτή η ανάγκη καταδεικνύει τον δημιουργό. Για να καταλάβετε, εγώ, αντιθέτως, βλέποντας ένα κομμάτι γης ποτέ δεν έχω πει: "Α, να, εδώ θα ήθελα να χτίσω ένα κτίριο που να είναι έτσι, εδώ θα υπάρχει μια κολόνα". Νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο σου βγαίνει ενστικτωδώς. Εγώ αισθάνομαι πολύ πιο άνετα όταν έχω να οργανώσω ένα χώρο ο οποίος είναι δισδιάστατος».
Αυτό είναι που ο πολύς κόσμος ονομάζει ταλέντο: η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος να είναι δημιουργός σε κάτι που είναι πάρα πολύ συγκεκριμένο;
«Ισως. Από εκεί και πέρα υπάρχουν επίπεδα δημιουργίας. Προσωπικά είμαι άνθρωπος των εικόνων, νιώθω σαν να απαιτούν από μένα οι εικόνες να τις προσέξω, κυριολεκτικά τρέφομαι από αυτές. Σαν να έχω ένα είδος βουλιμίας. Οταν ταξιδεύω, όταν διαβάζω, τα πάντα μπροστά μου γίνονται εικόνες. Και ένας λόγος που ταξιδεύω τόσο πολύ είναι ακριβώς για να δέχομαι συνεχώς καινούργια οπτικά ερεθίσματα από τα οποία μετά θέλω να βγω για να μπορέσω να τα βάλω σε μία τάξη. Και αυτό το πετυχαίνω μόνο δημιουργώντας τις δικές μου εικόνες».
Πότε ήταν η πρώτη φορά που εκδηλώθηκε αυτή η βουλιμία σας για εικόνες;
«Είναι δύσκολο να πει κανείς γι' αυτά τα πράγματα πότε ακριβώς ξεκινάνε. Μάλλον από τη στιγμή που αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε "γιατί σχεδιάζω; " γιατί λίγο-πολύ όλοι οι δημιουργοί θέτουν στον εαυτό τους αυτό το ερώτημα. Και αυτό επειδή ως παιδιά λίγο-πολύ όλοι μας ζωγραφίζουμε. Μερικοί συνεχίζουν να ζωγραφίζουν και στην εφηβεία τους ενώ άλλοι σταματάνε. Για μένα τα σχέδιο αντιπροσώπευε πάντα κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Οταν σου συμβαίνει λοιπόν αυτό από μία ηλικία και μετά αρχίζεις να το αναλύεις, προσπαθείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που σε τραβάει τόσο πολύ στο σχέδιο, στη φωτογραφία... Να καταλάβεις την ανάγκη σου να βλέπεις κινηματογράφο και έργα ζωγραφικής. Σιγά σιγά αυτή η σχέση με την εικόνα εξελίχθηκε σε κάτι πάρα πολύ σημαντικό, το οποίο με ώθησε στη δημιουργία. Πάντως, γενικά, δεν έχω πολύ καιρό που έβαλα μία τάξη σε όλα αυτά που έκανα κατά καιρούς στη ζωή μου».
Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;
«Ο πατέρας μου ήταν πιλότος της πολεμικής αεροπορίας. Η μητέρα μου δεν δούλευε».
Δεν αντέδρασαν οι γονείς σας όταν τους είπατε ότι θα κάνετε αυτή τη δουλειά;
«Ναι, αντέδρασαν κάπως αλλά επιλέγοντας να σπουδάσω αρχιτεκτονική ήταν ένας τρόπος να τους ξεφύγω. (γέλια) Η αλήθεια είναι ότι τώρα πια εγκρίνουν αυτό που κάνω αλλά κυρίως επειδή βλέπουν ότι ζω καλά, ότι βγάζω λεφτά, ξέρετε. Δεν έχει σημασία που δεν διαβάζουν αυτά που κάνω ούτε είναι υποχρεωτικό να αγαπάνε κι εκείνοι τη δουλειά μου».
Η χώρα ενός δημιουργού είναι περισσότερο η χώρα της φαντασίας ή η χώρα της πραγματικότητας;
«Στη δική μου περίπτωση, της πραγματικότητας. Η δουλειά μου δείχνει τον τρόπο με τον οποίο βλέπω την πραγματικότητα. Επειδή ακριβώς δεν τα πάω καλά με τη φαντασία, γι' αυτό δυσκολεύομαι να γράφω δικές μου ιστορίες. Βλέπω, δηλαδή, γύρω μου εικόνες αλλά έχω τρομερή δυσκολία στο να φαντασθώ τι θα συμβεί τελικά στους ήρωες των εικόνων μου. Η αλήθεια είναι ότι οι εικόνες οι δικές μου είναι συγκεκριμένες, είναι στατικές: δύο άνθρωποι καθισμένοι σε ένα σαλόνι τακτοποιημένο το οποίο έχει ένα πολύ συγκεκριμένο φωτισμό όλα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα που θα έρθει μετά ο αναγνώστης να την προχωρήσει. Προτιμώ να την παγώνω, δηλαδή, την εικόνα σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή παρά να στηρίξω επάνω της μια ιστοριούλα ξέροντας από πριν τι θα συμβεί σε αυτούς τους δύο ανθρώπους».
Γιατί οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να διαβάζουν ιστορίες;
«Προσωπικά δεν διαβάζω σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από μυθιστορήματα, ακριβώς επειδή νιώθω έντονη αυτή την ανάγκη που λέτε. Είναι ένας τρόπος να δραπετεύει κάποιος, να συναντιέται με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν πράγματα που αυτός δεν μπορεί να τα κάνει. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην του αρέσουν οι ιστορίες, που κάποια στιγμή να μην τις έχει ανάγκη. Αλλωστε, γιατί νομίζετε ότι τα πάει τόσο καλά η τηλεόραση;».
Δηλαδή, είναι σαν να ζούμε πολλές ζωές σε μία;
«Ακριβώς, το πρόβλημα είναι ότι ο κάθε άνθρωπος ζει μόνο μία φορά. Μέσα από τα μυθιστορήματα μπορεί να φαντάζεται και άλλες ζωές που θα μπορούσε να ζήσει. Γι' αυτό τις περισσότερες φορές οι βασικοί ήρωες στα λαϊκά μυθιστορήματα είναι πρόσωπα με τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί εύκολα».
Τα λάθη είναι πηγή γνώσης για σας;
«Φυσικά, αρκεί να είναι κάποιος σε θέση να μάθει από αυτά. Ξέρετε, δεν είναι όλοι σε θέση να μάθουν από τα λάθη τους. Οταν όμως μιλάμε για λάθη που μπορεί να κάνει κάποιος σχεδιάζοντας, εκεί τα λάθη έχουν άλλη αξία... εκεί μιλάμε πλέον για την ποιητική διάσταση του σχεδίου. Το λάθος είναι η ποίηση που κρύβεται μέσα σε ένα σχέδιο. Προσωπικά δεν μου αρέσουν οι δεξιοτέχνες σχεδιαστές, αυτοί δηλαδή που μπορούν να σχεδιάσουν με μεγάλη ευκολία τα πάντα και καλά. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που βγάζουν προς τα έξω ένα δικό τους στυλ, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που τους θέτει η ίδια η δουλειά. Τις περισσότερες φορές η μαγεία του σχεδίου βρίσκεται μέσα στα λάθη. Για παράδειγμα, μέσα στα έργα αφηρημένης τέχνης πολύ συχνά βρίσκει κάποιος πράγματα που μπορούν να τον αγγίξουν, που δείχνουν προς τα έξω τη βαθιά επιθυμία του δημιουργού να ζωγραφίσει και μια τεράστια ευχαρίστηση που νιώθει όταν το κάνει αυτό. Το αντίθετο ακριβώς είναι ο μύθος του καλού σχεδιαστή ή του καλού ζωγράφου, ο οποίος δεν κάνει ποτέ λάθη. Είναι όμως ποτέ δυνατόν; Αφού όλοι οι άνθρωποι κάνουμε λάθη, διαφορετικά σημαίνει ότι δεν προσπαθούμε, δεν πειραματιζόμαστε... Μόνο οι αδρανείς δεν κάνουν λάθη».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα ενός ανθρώπου που έχει αποφασίσει να εκφράζεται σχεδιάζοντας κόμικς;
«Το ότι από ένα σημείο και μετά είσαι δέσμιος του στυλ σου, της υπογραφής σου, του γραφικού χαρακτήρα σου. Για μένα αυτό είναι ένας από τους πιο δυσάρεστους καταναγκασμούς που σου επιβάλλει η δουλειά· το να σχεδιάζεις δηλαδή συνεχώς τους ίδιους ανθρώπους, με τον ίδιο πάντοτε τρόπο. Γι' αυτό και δεν ασχολούμαι τόσο συχνά με το κινούμενο σχέδιο· προτιμώ τη ζωγραφική, τις εικονογραφήσεις εικόνες που ολοκληρώνονται μία και έξω. Το πρόβλημα, προτού αρχίσεις να δουλεύεις πάνω σε μια ιστορία, είναι το ίδιο με το πρόβλημα του κάστινγκ που υπάρχει στον κινηματογράφο· πρέπει να βρεις ποιο είναι το κατάλληλο πρόσωπο για να υποδυθεί έναν ήρωα. Εγώ δουλεύω πολύ με καταλόγους, με πρόσωπα ηθοποιών της δεκαετίας του '30, επειδή οι περισσότεροι ηθοποιοί τότε είχαν αυτό που θα λέγαμε "αναγνωρίσιμο τύπο" ο καθένας από αυτούς λίγο-πολύ ήταν ταυτισμένος φυσιογνωμικά με ένα συγκεκριμένο ήρωα. Το πρόσωπό τους σχεδόν "μιλούσε" σε σχέση με αυτό που εξέφραζαν. Η ιστορία που ετοιμάζω αυτόν τον καιρό διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη στη δεκαετία του '70 κι έτσι ακόμη δεν ξέρω καθόλου πού θα ψάξω να βρω τους ήρωές μου. Στην κυριολεξία, είναι σαν να μιλάμε για ηθοποιούς. Από την άλλη, επειδή δεν μου αρέσει και πολύ να εκφράζομαι ρεαλιστικά, μερικές φορές μού αρκεί ένας υπαινιγμός, μια γενική περιγραφή των προσώπων. Ολα αυτά συνήθως είναι προβλήματα που τα αντιμετωπίζει κάποιος και στις εικονογραφήσεις βιβλίων. Κάποια στιγμή είχα χρησιμοποιήσει ακόμη και εγχειρίδια μορφοψυχολογίας, αν και δεν ξέρω πόσο είναι καλό κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να αφήνεις τα πράγματα να έρχονται από μόνα τους· να κάνεις μια καλή ανάγνωση της ιστορίας, μια όσο το δυνατόν καλύτερη ανάλυση των ηρώων και μετά να αφεθείς να κάνεις σκιτσάκια που σιγά σιγά θα σε βοηθήσουν να βρεις τον ήρωά σου».
Εσείς πώς καταλήξατε σε αυτή την αναγνωρίσιμη γραμμή σας;
«Τις περισσότερες φορές το στυλ βγαίνει ως αποτέλεσμα των δυσκολιών που συναντάει κάποιος σχεδιαστικά, των ορίων με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος και των επιρροών του. Προσωπικά δεν μου αρέσει να δεσμεύομαι από ένα συγκεκριμένο στυλ, γι' αυτό και αλλάζω τόσο συχνά τα εργαλεία με τα οποία δουλεύω».
Παρ' όλα αυτά, όποια ιστορία και να πάρεις, βλέπεις από μακριά ότι αυτό είναι Loustal;
«Νομίζω ότι αυτό γίνεται μάλλον υποσυνείδητα. Είναι κάτι το οποίο δεν το υπολογίζεις εκ των προτέρων. Γι' αυτό το σχέδιο είναι κάτι πάρα πολύ προσωπικό, ένα είδος γραφικού χαρακτήρα. Επειτα το στυλ είναι κάτι που βγαίνει και από τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετεί κάποιος τους ήρωες των ιστοριών του».
Κάθε φορά που τελειώνετε μια ιστορία, σας ενδιαφέρει καθόλου τι θα απογίνουν οι ήρωές σας;
«Οι δικοί μου ήρωες τις περισσότερες φορές στο τέλος πεθαίνουν (γέλια). Κάθε φορά πάντως που τελειώνει μια ιστορία, νιώθω πολύ στενοχωρημένος που πρέπει να εγκαταλείψω πρόσωπα με τα οποία έζησα σχεδόν ένα χρόνο. Κάθε φορά υπάρχει μια ημέρα που ξέρω ότι είναι η τελευταία φορά που τα ζωγραφίζω. Είναι πολύ συγκινητικό. Επειδή όμως δεν κάνουμε ποτέ τη συνέχεια μιας ιστορίας, συνήθως τους εγκαταλείπω τους ήρωές μου».
Μοιάζει λιγάκι σαν μια άσκηση στον θάνατο όλο αυτό;
(γέλια) «Οχι, εγώ δεν το βλέπω έτσι. Αλίμονο αν κάθε φορά που χωριζόμασταν από κάποιον κάναμε μια πρόβα θανάτου. Οχι, όχι. Εγώ το βλέπω απλώς σαν να χωρίζεις με κάποιον».
Η ύπαρξη του τέλους είναι που κάνει ενδιαφέρουσα την ιστορία;
«Οχι, για μένα δεν είναι αυτό το ενδιαφέρον και δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα του τέλους, είτε αυτό αφορά μια σχέση είτε ένα βιβλίο είτε οτιδήποτε άλλο».
Αρα το τέλος είναι ένα λάθος, ε;
(γέλια) «Δεν νομίζω. Ολα τα λάθη θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Ενώ το τέλος δυστυχώς είναι κάτι αναπόφευκτο».
Υπάρχει έμπνευση;
«Βέβαια υπάρχει, θέλει και ρώτημα; Υπάρχουν ημέρες που δεν έχω καμία όρεξη να ζωγραφίσω και άλλες που νιώθω απόλυτη ανάγκη να εκφραστώ, να βγάλω αυτό που υπάρχει μέσα μου».
Σας ευχαριστώ πολύ.
«Κι εγώ».